βουτυριέρα

βουτυριέρα
η
γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση βουτύρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βουτυροδοχείο — το δοχείο στο οποίο βάζουμε βούτυρο, βουτυριέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”